- σύγκτησις
- -ήσεως, ἡ, ΜΑ [συγκτῶμαι]η κτήση ή κατοχή κτημάτων από κοινού με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγκτησις — joint possession fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκτήσεις — σύγκτησις joint possession fem nom/voc pl (attic epic) σύγκτησις joint possession fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκτησιν — σύγκτησις joint possession fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκτησ(ε)ίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σύγκτησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκτησις + κατάλ. (ε)ίδιον (πρβλ. σακκ ίδιον)] … Dictionary of Greek
συγκτησία — ἡ, Μ σύγκτησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κτησία (< κτητος < κτητός < κτῶμαι), πρβλ. ἀ κτησία] … Dictionary of Greek
συγκτητορία — ἡ, Α [συγκτήτωρ, ορος] η από κοινού κτήση ή κατοχή, σύγκτησις* … Dictionary of Greek